Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μὴ σκόρδου

См. также в других словарях:

  • σκόρδου — σκόρδον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέλγις — (γεν. ιος, ιθος, ιδος), η (Α) 1. ο βολβός τού σκόρδου 2. πληθ. οι σκελίδες τού σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει την ίδια σημασία με τη λ. άγλις «κεφαλή σκόρδου». Στον τ. γέλγις απαντά εκφραστικός αναδιπλασιασμός* γέλ γλις. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ …   Dictionary of Greek

  • άγλις — ἄγλις ( ιθος και ιδος) και ἀγλίς ( ῑθος), η (AM) 1. σκελίδα σκόρδου 2. συνήθως στον πληθ. αἱ ἄγλιθες το κεφάλι σκόρδου και οι σκελίδες που τό αποτελούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανότατα να συνδέεται με το γέλγις, που έχει την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • εύαγλις — εὔαγλις, ἡ (Α) (για το κεφάλι τού σκόρδου) αυτός που έχει πολλές ή ωραίες άγλιθες, σκελίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγλις «κεφάλι σκόρδου»] …   Dictionary of Greek

  • σκελίδα — η / σκελίς, ίδος, ΝΜΑ, και σκέλιδα Ν, και σχελίς ΜΑ, και σκελλίς Α νεοελλ. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται το ενδοκάρπιο τού καρπού τών εσπεριδοειδών, αλλ. φέτα ή φελί νεοελλ. μσν. καθένα από τα μέρη από τα οποία αποτελείται η κεφαλή… …   Dictionary of Greek

  • αγλίθα — και αγλίδα και αγουλήθρα και γλίθα και αγγλίδα, η 1. σκελίδα σκόρδου ή φέτα πορτοκαλιού, μανταρινιού κ.λπ. 2. αδένας 3. νόσος τού ήπατος τών αιγοπροβάτων, εχινόκοκκος 4. γενιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἄγλις*] …   Dictionary of Greek

  • αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …   Dictionary of Greek

  • γούλα — (I) και γούλη, η (Μ γούλα) στομάχι, κοιλιά νεοελλ. 1. πρόλοβος τών πτηνών, γκούσα 2. οισοφάγος 3. η λαιμαργία 4. σκελίδα σκόρδου 5. φέτα τών κιτρωδών 6. ψίχα τού αμυγδάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. gula]. (II) η (Μ γούλα) [γουλί] είδος τεύτλου νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • δέτις — ( ιδος), η (Α) 1. ο πυρσός 2. κεφάλι σκόρδου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δετή*] …   Dictionary of Greek

  • κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… …   Dictionary of Greek

  • κρόμμυο — το (AM κρόμμυον, Α και κρέμμυον και κρόμυον) κρεμμύδι αρχ. στον πληθ. τὰ κρόμμυα τόπος όπου πουλιούνται κρεμμύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κρόμμυον συνδέεται με μέσο ιρλδ. crim, ουαλ. craf, αγγλοσαξ. hramsan, νέο άνω γερμ. rams και ανάγεται στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»